- καλλίπεπλος
- καλλῐπεπλος, -ον1 with lovely robe
καλλιπέπλου Κορωνίδος P. 3.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καλλιπέπλου Κορωνίδος P. 3.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καλλίπεπλος — ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ) αυτή που φορά ωραία πέπλα αρχ. αυτή που φορά ωραία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, μακρό πεπλος] … Dictionary of Greek
καλλιπέπλου — καλλίπεπλος with beautiful robe masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπεπλοι — καλλίπεπλος with beautiful robe masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek